- γνεστός
- -ή, -όο γνεσμένος, ο κλωσμένος: Κρατούσε ένα κουβάρι γνεστό μαλλί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γνεστός — και γνεφτός, ή, ό [γνέθω] αυτός που έχει προέλθει από γνέσιμο, ο κλωσμένος … Dictionary of Greek
άγνεστος — και άγνεθος, η, ο αυτός που δεν γνώστηκε, δεν μεταβλήθηκε σε νήμα, ο άκλωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *γνεστός < γνέθω. Ο τύπος άγνεθος από τον ενεστώτα] … Dictionary of Greek
γνεφτός — ή, ό βλ. γνεστός … Dictionary of Greek